- αποπλέκω
- (AM ἀποπλέκομαι)νεοελλ.1. τελειώνω το πλέξιμο2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαιμσν.(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτιαρχ.αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek